-
1 ἀ-πτώς
См. также в других словарях:
απτώς — ἀπτώς ( ῶτος), ο, η (Α) [πίπτω] 1. αυτός που δεν πέφτει ή δεν είναι δυνατόν να πέσει 2. όποιος δεν κάνει σφάλματα … Dictionary of Greek
1 ἀ-πτώς
απτώς — ἀπτώς ( ῶτος), ο, η (Α) [πίπτω] 1. αυτός που δεν πέφτει ή δεν είναι δυνατόν να πέσει 2. όποιος δεν κάνει σφάλματα … Dictionary of Greek